βαργεστιμάρα

βαργεστιμάρα
η
η κούραση, η ανία, η πλήξη: Αισθάνομαι μεγάλη βαργεστιμάρα όταν βλέπω τηλεόραση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαρεμάρα — η βαργεστιμάρα: Η ζέστη μάς φέρνει μεγάλη βαρεμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαριεμάρα — η βλ. βαργεστιμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”