- βαργεστιμάρα
- ηη κούραση, η ανία, η πλήξη: Αισθάνομαι μεγάλη βαργεστιμάρα όταν βλέπω τηλεόραση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.